1 αριθμητικος
(ἀναλογία, μεσότης Arst.)
(ἐπιστήμη Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αριθμητικος
2 αριθμητικός
αριθμητική αναλογία — числовое соотношение;
αριθμητική πρόοδος — арифметическая прогрессия;
αριθμητικό πρόβλημα — арифметическая задача;
αριθμητική μηχανή — арифмометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αριθμητικός